Κάποτε ήσουν καλό παιδί| κριτική βιβλίου

Κάποτε ήσουν καλό παιδί

Νεκτάριος Γεώργιος Κωνσταντινίδης.

           Από το διακείμενο στην αισθητική του μεταμοντέρνου.

«Όλο το θεατρικό έργο του Ανούιγ εμφανίζεται εξαιρετικά πολύμορφο και ποικίλο από την άποψη της αισθητικής , την οποία υποστηρίζει η εκάστοτε τροπή της θεματικής σε συνδυασμό με την ποιότητα του λόγου και της δράσης», τονίζει ο συγγραφέας. Δικαιολογεί  με αυτό τον τρόπο την πολυμορφία στην επιλογή του Ανούιγ να κατασκευάζει διαφορετικούς «κομιστές» ιδεών (ήρωες), οι οποίοι συγκεντρώνουν όλα τα αναγκαία (υφολογικά, ιδεολογικά, γλωσσικά) χαρακτηριστικά, ώστε να ενισχύσουν την αφηγηματική-δραματουργική κατασκευή.

Οι ήρωες του Ανούιγ δεν ανάγονται σε ένα συγκεκριμένο μοντέλο ανθρώπου. Προσαρμόζονται στις ανάγκες για τις οποίες είναι «κατασκευασμένοι» να υπηρετήσουν.

Στο Κάποτε ήσουν καλό παιδί, κείμενο που μεταφράζει και αναλύει ο Νεκτάριος – Γεώργιος Κωνσταντινίδης, γίνεται ένας διαφορετικός σχολιασμός ή μια άλλη αναζήτηση, αν θέλετε, στον Ορέστη, έτσι όπως αυτός παρουσιάζεται στις Χοηφόρους. Εδώ ο Ανούιγ, προσπαθεί να του προσδώσει μια νέα ταυτότητα. Δεν του αποστερεί το βασικό χαρακτηριστικό του μητροκτόνου, όμως επιδιώκει να δώσει περιεχόμενο και πιθανά νοήματα σε «ορισμένες» συνθήκες που «ορισμένα» περιστατικά δημιουργούν.

Ο συγγραφέας υπογραμμίζει και μας αναδεικνύει τις δραματουργικές μεθόδους τις οποίες ο Ανούιγ χρησιμοποιεί ώστε να δώσει οντότητα στις καταστάσεις τις οποίες καθ’ υπόθεση θέτει.

  • Σε ποιους απευθύνεται η αρχική διαπίστωση του τίτλου;
  • Σε ένα από τα βασικά πρόσωπα (Κλυταιμνήστρα, Αίγισθος, Ορέστης, Ηλέκτρα) που περικλείονται και προσδιορίζουν – καθορίζουν το Δηλωτικό Τετράγωνο;
  • Σε όλα αυτά μαζί;
  • Τότε γιατί ο ενικός;
  • Στο θεατή / αναγνώστη ή στους μουσικούς οι οποίοι ενδεχομένως να προσδιορίζουν το συγκείμενο;

Κι αν αυτά τα ερωτήματα ενσκήπτουν από τη μελέτη αυτού του ωραίου βιβλίου, πως πρέπει να αντιμετωπίσουμε τις υποψίες που αναφύονται;

Πως ερμηνεύεται επί παραδείγματι η δραματουργική επιλογή του Ανούιγ, κατά την οποία οι  μουσικοί  λαμβάνουν μέρος στο έργο εξυπηρετώντας, όχι μόνο τον σχολιασμό (ιντερλούδια) της υπόθεσης, αλλά ως εγκιβωτισμένη συλλογικότητα, που μας παραθέτει την ενθαδικότητα παράλληλα με την χρονικότητα (εδώ και τώρα);

Πότε και γιατί λειτουργούν ως θεατές της παράστασης, της οποίας είναι συμμέτοχοι;

Αυτό που πρώτιστα θέλει να μας καταδείξει ο Κωνσταντινίδης είναι ότι η διακειμενικότητα (αρχαίο κείμενο και σύγχρονο) καταλήγουν σε μια «άλλη» θεατρικότητα η οποία προσδιορίζει και συντάσσει μια νέα αισθητική.

Ακολουθώντας μεθόδους της σημειολογίας ο συγγραφέας, με επαγωγική μέθοδο, καταλήγει στον «ενδοκειμενικό θεατή», αυτόν δηλαδή ο οποίος προσδίδει διαχρονικότητα στο θεατρικό κείμενο, αλλά συγχρόνως ευαγγελίζεται αυτό το οποίο είναι ο προορισμός και η αποστολή του θεάτρου και της τέχνης γενικότερα, την επαναστατικότητα.

Και μόνο για το ερώτημα, αν το θέατρο ως εφήμερη τέχνη, σε πολλές περιπτώσεις παγιώνει ή και δημιουργεί θεωρητικές σταθερές οι οποίες συναιρούν τη τέχνη με τη ζωή, έχει ενδιαφέρον να μελετηθεί το βιβλίο. Δεν είναι από τα εύκολα και εύπεπτα αναγνώσματα. Είναι όμως σπουδαίο.

Ο συγγραφέας μεταφράζοντας και αναλύοντας το έργο του Ζαν Ανούιγ,  Κάποτε ήσουν καλό παιδί, επιχειρεί μιαν ανάγνωση στον Μάη του ’68. Περίοδος που σημάδεψε τον Ανούιγ αλλά και το έργο του.

Ο Μάης του ’68, πέραν του κοινωνικού επαναστατισμού που ευαγγελίζονταν, άνοιξε δρόμους, δηλαδή έθεσε ερωτήματα, στα οποία φιλοσοφικές σχολές, κοινωνικές συλλογικότητες, πανεπιστημιακά ιδρύματα κλίθηκαν να πορευθούν και να απαντήσουν.

Περισσότερο όλων από το κίνημα αυτό επηρεάσθηκε η τέχνη σε όλες τις εκφάνσεις (θέατρο, κινηματογράφος, λογοτεχνία, εικαστικά κλπ.). Κατ’ αυτόν τον τρόπο το βιβλίο αποκτά και επικαιρικό χαρακτήρα, μιας και καλείται να υπερασπιστεί αυτόν το Μάη που οι σύγχρονοι διαμορφωτές γνώμης, πολλές φορές δε, με μανδύες ακαδημαϊκούς και πάντως σίγουρα δημοσιογραφικούς, – για τους δικούς τους λόγους – επιθυμούν να σπιλώσουν.

Ο Ανούιγ τη διαπίστωση «ήσουν καλό παιδί» την αφήνει αίολη μιας και τώρα, ενδεχομένως αυτός στον οποίο απευθύνεται, να μην είναι ούτε καλός, ούτε κακός, χωρίς να αποκλείει και το γεγονός να μην είναι τίποτα.

Ο Κωνσταντινίδης διατυπώνει – διακηρύσσει αυτό το οποίο θα έπρεπε να έχει ως στόχευση η κάθε παράσταση.  «Εξερχόμενος από το θέατρο ο θεατής οφείλει θεωρητικά να είναι έτοιμος ν’ αλλάξει τον κόσμο». Σχεδόν απαυδισμένος ο συγγραφέας με το μοντερνισμό και τον τρόπο με τον οποίον αυτός αυτοπροσδιορίζεται, σημειώνει, επιτέλους: «Κάθε εποχή  αποδεχόμενη το νεωτερικό ως  λειτουργικό σημείο, διανύει την αισθητική του μοντέρνου». Όσο για τον μετα-μοντερνισμό, καταλήγει: «Η πρόταση του μετα-μοντέρνου μπορεί να είναι αλλά και μπορεί να μην είναι ευπρόσδεκτη».

Καλή ανάγνωση

       ΚΑΡΑΓΙΩΡΓΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ

 

   Θεατρολόγος –  Ηθοποιός         

   Τμήμα Θεατρικών Σπουδών   Φιλοσοφικής Σχολής, ΕΚΠΑ.     

Μοιραστείτε:

Facebook
Twitter
Email
Print

Περισσότερα άρθρα