Κριτική Θεάτρου
Της Μαρίκας Θωμαδάκη*
«Ψηλά από τη γέφυρα» του Άρθουρ Μίλλερ στο Εθνικό Θέατρο
Το έργο του Άρθουρ Μίλλερ «Ψηλά από τη γέφυρα» αποτελεί ένα είδος μελέτης της ανθρώπινης ύπαρξης που προσδιορίζεται από το κορυφαίο γεγονός της ερωτικής συνάντησης ανάμεσα σε δύο νέους ανθρώπους. Το δίπολο, που δημιουργείται, δηλώνεται με ενάργεια και διεκδικεί τον κοινωνικό χώρο που του αναλογεί. Εξάλλου, το περιβάλλον συνδηλώνεται ως συμπαραστάτης και ως χώρος εγκλεισμού του συστήματος εντός του οποίου διαβιεί το συλλογικό δρών σε συνάρτηση με τη μεμονωμένη συνείδηση. Κατ’ αναλογία, το επίπεδο της υποδήλωσης συγκροτείται από αόρατες μορφές λαθρομεταναστών που καταφθάνουν από την Ιταλία της εποχής στην οποία αναφέρεται ο Άρθουρ Μίλλερ.
Επισημαίνουμε ότι η συν-υποδήλωση στην πλοκή του έργου καταλαμβάνει μία μη δηλωθείσα κατάσταση η οποία ασκεί κριτική στα πρόσωπα της πλοκής: Ο δικηγόρος Αλφιέρι λειτουργεί σαν «μηχανή» του μυστικού και της απάτης, εποπτεύει την υφέρπουσα ατμόσφαιρα τόσο στις βαθιές δομές όσο και στις δομές επιφανείας του έργου. Ο Έντι Καρμπόνε παραπέμπει σε πυκνωτή ενέργειας και μοιάζει με ωρολογιακή βόμβα. Όταν η κατάσταση ξεφεύγει από τα χέρια του αυτοκαταστρέφεται. Στο επίπεδο του Έντι Καρμπόνε, η νεαρή ανιψιά του Κάθριν κινεί τα νήματα που συνθέτουν το έκκεντρο και ενεργοποιούν την ύβρη. Ο όλεθρος του τέλους αναδεικνύει τον Έντι Καρμπόνε σε τραγικό ήρωα με ό,τι αυτό συνεπάγεται: Ο Έντι βυθίζεται σε ένα «λαμπερό» σκοτάδι και ακολουθεί μέχρι το τέλος μία πορεία της άγνοιας. Υπό αυτή την οπτική γωνία, η γυναίκα του Μπεατρίς παρακολουθεί με φόβο ό,τι δεν έχει ακόμα συντελεσθεί.
Η παράσταση στο Εθνικό Θέατρο, στη μετάφραση του Γιώργου Κιμούλη και της Νικαίτης Κοντούρη, επιχειρεί να φέρει στο φως το «σκοτάδι» της πληγωμένης ύπαρξης. Ωστόσο, η σκηνοθεσία της Νικαίτης Κοντούρη καθοδηγείται από το σκηνικό του Γιώργου Πάτσα και επιβάλλει στον χώρο μία μορφή του γάντζου σε πολυχρωμία υπογραμμίζοντας έτσι το οξύμωρο της αθωότητας που παραπαίει. Ο Έντι Καρμπόνε του Γιώργου Κιμούλη απλώνει με σχετική καθαρότητα την εσωτερική πάλη ανάμεσα στη συνειδησιακή δέσμη ηθικών στοιχείων και την εξωτερίκευση της άγνοιας κινδύνου. Ο Έντι του κυρίου Κιμούλη χαράσσει με πείσμα τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο έσχατο όριο και στις ποικίλες διακυμάνσεις ενός πληγωμένου «Εγώ». Κινείται σπασμωδικά και αμήχανα στον χώρο σαν ένα αιμόφυρτο θηρίο που ψάχνει για πέρασμα διαφυγής από το περιβάλλον του εγκλεισμού του. Ούτως ή άλλως, το στίγμα του χαφιέ δεν μπορεί να φέρει πίσω τη χαμένη υπερηφάνεια. Ο Έντι πρέπει να εκβληθεί και να αποκλειστεί. Και με αυτή την ανυπέρβλητη βεβαιότητα κινείται ο Γιώργος Κιμούλης ως βαθύς γνώστης της δύναμης και της αδυναμίας του Ανθρώπου.
Στον ρόλο της νεαρής Κάθριν, η Ηλιάνα Μαυρομάτη παίζει «κραυγαλέα» υποτονικά όπως και η Μαρία Κεχαγιόγλου ως Μπέατρις. Στο μέτωπο των ξένων, οι ηθοποιοί Στάθης Παναγιωτίδης (Μάρκο) και Αλέξανδρος Μαυρόπουλος (Ροντόλφο) κατορθώνουν να ξεφύγουν από το γενικά χαμηλών τόνων κλίμα και να συνθέσουν δύο καλοδουλεμένες παρουσίες με σκηνική βαρύτητα. Στον ρόλο του Αλφιέρι, ο Νίκος Χατζόπουλος χάνει συχνά το «νήμα» της υποκριτικής διαδικασίας μετακινούμενος μεταξύ θεατρικής πραγματικότητας και φαντασιακής προβολής υπακούοντας μάλλον στις επιταγές της σκηνοθεσίας. Αν και αρμονικά κινούμενος ο θίασος, στους επιμέρους ρόλους, η παράσταση αποδυναμώνεται σταδιακά και δεν επικαιροποιείται το κείμενο του συγγραφέα. Τέλος, επισημαίνουμε τους εξαιρετικούς φωτισμούς του Λευτέρη Παυλόπουλου χάρη στους οποίους αναδεικνύονται πτυχές των δραματικών προσώπων και διαχέεται στον χώρο υψηλής ποιότητας ποίηση.
*Η Μαρίκα Θωμαδάκη είναι Καθηγήτρια Θεωρίας και Σημειολογίας του Θεάτρου, τ. Κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστήμιου Αθηνών.